Μίκης Θεοδωράκης της λευτεριάς ταμένος

Στίχοι: Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν κι καμπάνες, σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμηός μαζί με τους νεκρούς του. Κι από την πέτρα της σιωπής τα νύχια του ακονίζει, μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος. Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος.

Το Στέκι Εργαζομένων και Νεολαίας Πατησίων Κυψέλης «Καίτη Πανοπούλου» αποχαιρετά με συγκίνηση τον παγκόσμιο Μίκη Θεοδωράκη. Εσύ τραγουδιστή της Ρωμιοσύνης, υμνωδέ της ψυχής του λαού μας, εσύ που ομόρφυνες τους σκοτεινούς καιρούς με τα φτερουγίσματα της μεγάλης τέχνης σου, δέξου από όλους εμάς ένα μεγάλο, σεμνό, αλλά ολοζώντανο και δυνατό «ευχαριστώ!» για όσα πρόσφερες στην πατρίδα κ τον λαό μας.

Μία εικόνα για το τι ήταν το έργο του Μίκη από το βίωμα ενός φίλου του Στεκιού:

Πριν από κάποια (αρκετά) χρόνια έξω από ένα χωριό στα βάθη της Τουρκίας, πολύ κοντά στα σύνορα με την Αρμενία, στο Άρτβιν δυο Έλληνες ταξιδιώτες μένουν στη μέση του πουθενά γιατί ακινητοποιείται από βλάβη  η μηχανή με την οποία ταξιδεύουν. Είναι απελπισμένοι, εδώ και αρκετή ώρα δεν έχουν διασταυρωθεί ούτε με πατίνι, βραδιάζει και όλες οι προσπάθειες για να βάλουν μπροστά τη μηχανή πέφτουν στο κενό. Α, κινητά υπάρχουν αλλά οι συγκεκριμένοι δυο ταξιδιώτες δεν έχουν και αυτό δεν ήταν σπάνιο για την εποχή.

Λίγο πριν την κρίση πανικού σταματάει ένα αυτοκίνητο και κατεβαίνει ένας Τούρκος με κυρίαρχο χαρακτηριστικό το χαμόγελο του  που δεν ξεκολλάει από τα χείλη του, επίσης  δεν   ξέρει λέξη αγγλικά. Ψέματα, ήξερε το «όλα καλά» και το επαναλάμβανε συνέχεια.  Παίρνει κάποια τηλέφωνα και σε λίγο εμφανίζονται 4 – 5 μηχανές. Ένας από τους επιβαίνοντες ξεκαθαρίζει στους ταξιδιώτες ότι όπου είναι αυτός φεύγει το πρόβλημα. Όντως η μηχανή φτιάχτηκε. Εκεί στη μέση του πουθενά. Στην ερώτηση τι χρωστάνε να πληρώσουν η απάντηση ήταν μια χειρονομία στο μέρος της καρδιάς. Γκιουνούλ, γκιουνούλ. Ευγνωμοσύνη, συγκίνηση, χαρά όλα μαζί.

Η χαρά των ταξιδιωτών μεγαλώνει ακόμα περισσότερο γιατί τους καλέσανε για το βράδυ σε ένα καφέ στο χωριό.  Την ώρα που είναι στο καφέ  ξεκινάει ο Χότζας την προσευχή και σε αντίθεση με ότι είχαν δει τις προηγούμενες ημέρες του ταξιδιού τους στην Τουρκία, οι οικοδεσπότες τους δεν σταματούν και συνεχίζουν το ότι κάνανε. Στην ερώτηση των ταξιδιωτών αν θέλουν να προσευχηθούν η απάντηση είναι μια κίνηση «ασ’ τον αυτόν». Από εκεί και μετά άρχισε η συζήτηση όπου οι ταξιδιώτες μας έμαθαν ότι αυτοί που τους φιλοξενούσαν είναι εκτοπισμένοι από την Κωνσταντινούπολη γιατί ήταν μέλη σωματείου μη αρεστού στην κυβέρνηση. Πάνω στην ώρα να και ένας μικρός με μια κιθάρα. Ο πρώην απελπισμένος οδηγός της μηχανής (κατόπιν πολύ ευτυχής) παίρνει την κιθάρα και ρωτάει τι να παίξει. Η απάντηση είναι, Θεοδωράκη. Τραγούδια που ξέρουν ΟΛΟΙ τους και τα τραγουδάνε ΟΛΟΙ τους. Αφιέρωμα κανονικό μέχρι πρωίας.

————————————————————————-

Πολλά μπορούν να γραφτούν για το έργο του Μίκη Θεοδωράκη, άλλωστε είναι τεράστιο, είναι μέγα. Εμείς δεν έχουμε τη γνώση που χρειάζεται για μια τέτοιου είδους ανάλυση, έχουμε όμως άλλη γνώση.

Ότι η μουσική του συντροφεύει τις πορείες και τις απεργίες μας, τα γλέντια μας και τις εκδηλώσεις μας.

Ότι έβαλε τους κορυφαίους ποιητές στο στόμα των ανθρώπων του λαού. Γι’ αυτό άλλωστε και το αφιέρωμα που είχε δημιουργήσει η θεατρική μας ομάδα για το Λειβαδίτη ξεκίνησε με τον οικοδόμο που τραγουδούσε στο γιαπί το  «βρέχει στη φτωχογειτονιά βρέχει και στην καρδιά μου» (μια εντελώς ρεαλιστική εικόνα).

Ότι όπου συναντιούνται οι λαοί, οι αδικημένοι, οι κυνηγημένοι, αυτοί που δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό η μουσική του θα είναι εκεί, ΠΑΝΤΑ.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *